Πεθυμώ Σε

 Ίντα θερκόν ανήμερον η μοναξιά

Ήσυχα τζι αθόρυβα ποκλούθεται μες τ’αντζιά σου

Χώννεται τζιαι κάμνει υπομονήν μες το σσωβλάντζιν σου,

ώστι ν’άρτει η ώρα της ν’αναστηθεί

Να τυλίξει την καρκιά σου μες τη χούφταν της

 

Τζ’ίντα πεθύμησα να σφίξω τες μιλλούες σου μες την αγκάλη μου

Ήσυχα, ήσυχα να σφίξω τη ραχούα σου σφιχτά τζ’ αξαπόλητα

Τζιαι να χώσω τη φάτσα μου μες τα λαιμούθκια τζιαι τες βουκκούες σου

Ώστι να ποκάτσουν οι τρικυμίες μες τον νου σου

Να μεν έσιει πιον τέρατα που κά’στο κρεβάτι σου

Τζιαι να μου γελάς σγιαν ένα ποντικούι πονηρό

Τζι άλλον που μματούθκια σιηστά, γελαστά τζιαι μπουκλούες μαυρούες να μεν θωρώ

 

Ίντα θεός γλυτζιής εν που ζωγράφισε έτσι μνήμες για λλόου μου;

Ίντα μοίρα γρουσή εκεντήθην πας τ’όνομα μου;

Πόθεν με ηύρες, Αχτίδα Εσύ, να με σηκώσεις που το σεντούτζιν μου;

Την Τύχην μου τόσον Φωτεινήν εν την εκέρτισα, ήρτεν τζι ηύρεν με

Κουπάνα με Κόρη, με την Αγάπην σου!

Βουζούνα μου την με τα Ναζούθκια σου πας τη κκελλέ!

Τζι έτσι φυρμένον μετά άφησ’με, μες την λάνταν της πεθυμνιάς μου,

να γυρεύκω τες αγκάλες σου μεταξύ ύπνου τζιαι ξύπνιου

Να κλείω τα μμάθκια μου τζι αντί σκοτεινιάν να θωρώ Εσένα...

Comments

Popular posts from this blog

Σπουδή στο Ανήκειν

Άλλωσπως Πλάσμαν

Η τέντα