Σπουδή στο Ανήκειν

     Η απάντηση άμμαν με ρωτά ένας ξένος «πόθθεν είσαι;» τζυλά εύκολα που τον νουν τζιαι το στόμα μου: «είμαι κυπραίος». Βέβαια, οι εγγλέζοι τζιαι οι γερμανοί συνήθως έχουν follow-up question για τούντην απάντηση: «που το βόρειο/τούρκικο ή το νότιο/ελληνικό κομμάτι;». Τζιαι φκαίνει λλίο το γαίμα πας τη κκελλέ μου, αλλά μετά θυμούμαι ότι εν έχουμεν εξωτερική πολιτική σαν χώρα τζιαι ότι συζητείται περί κυπριακού εν αποκλειστικά σε πλαίσια εσσωτερικής κατανάλωσης, γενικά ο μέσος κυπραίος σκέφτεται πολλά locally, τζιαι εν φταίει ο καημένος ο ξένος που το μόνο που ξέρει για την Κύπρο εν ότι εν μοιρασμένη τζιαι ότι καφκαλατίζουν θκυό ΝΑΤΟϊκές χώρες για ένα λαλλαρόροτσον μες το νερό. Έτσι συνήθως απαντώ «η μητρική μου εν τα ελληνικά» τζιαι χαμογελώ τζιαι ότι θέλουν ας καταλάβουν.

    Άμμαν με ρωτήσει κυπραίος πόθθεν είμαι, εν λίο πιό περίπλοκο. Συνήθως απαντώ «είμαι λεμεσιανός», τζιαμαί που γεννήθηκα τζιαι μεγάλωσα. Πιό σπάνια τζιαι αναλόγως το crowd, μπορεί να πω «είμαστε πρόσφυγες, αλλά εγώ εμεγάλωσα Λεμεσό». Μιαν φορά που έκαμνα ένα σεμινάριο, έτυχε τζιαι έπρεπε να συζητήσω κάτι με μιαν κοπελλούα που την Αυστρία τζιαι ερώτησε με έτσι όπως το περίγραψα πιό πάνω, αλλά μετά, επειδή έκαμνε μάστερ σε κάτι για ευρωπαϊκές πολιτικές στο θέμα του μεταναστευτικού, έκαμε μου ερώτηση-κίνηση ματ: «πόθθεν ΝΙΩΘΕΙΣ ότι είσαι;». Επροηγήθηκε μια μικροσυζήτηση γυρώ που το ότι οι δικοί μου εν πρόσφυγες, ότι εμεγάλωσα σε μιαν εντελώς διαφορετική πόλη που τζιείνην που εμεγαλώσαν οι δικοί μου κτλ. Τέλοσπαντων, άμμαν τζιαι εζήτησα διευκρινήσεις για το τί ακριβώς εννοεί με την ερώτησην της, εκατάλαβα που το body language της ότι ήταν αυτονόητο για τζιείνην, τούτο που εγώ εδυσκολεύκουμουν να τυλίξω τον εγκέφαλο μου γυρώ του, «Ε νιώθεις ότι είσαι που την πόλη που κατάγονται οι γονιοί σου; Που την πόλη που εμεγάλωσες; Κυπραίος γενικά; Ευρωπαίος; Σκέττον άθθρωπος;», τζιείνη ένιωθεν ηλίου φαεινότερον ευρωπαία. Η αλήθκεια εν ότι έμεινα λίο μαλάκας γιατί εν έκατσα ποττέ να σκεφτώ ακριβώς τούντο πράμα. Τζιαι ακόμα παραπάνω γιατί εν πιο περίπλοκο που ότι μπορεί να ρωτήσει μια ευρωπαία. Αν φκω έξω στο δρόμο στην Κύπρο τζιαι ρωτήσω 100 άτομα αν νιώθουν κυπραίοι, ελληνοκύπριοι ή έλληνες της Κύπρου εν να ακούσω 100 διαφορετικές απόψεις, εν spectrum. Πόσω μάλλον να βάλεις τζιαι την προσφυγιά μέσα...

    Προσωπικά, εν έζησα τες εποχές που όντως η οικογένεια μου έζησεν σαν πρόσφυγες πολέμου. Οι αρφάες μου που εν πιό μεγάλες εζήσαν τες δύσκολες τες εποχές, τα συνθήματα τζιαι τα συλλαλητήρια, τες μανάες των αγνοουμένων με τες καδρωμένες τες φωτογραφίες, ούλλο το πακέττο. Εγώ άμμαν κάποτε πω είμαι βαρωσιώτης, συνήθως περιπαίζουν με (οι άλλοι προσφυγο‑λεμεσιανοί) να αντινάξω τα πόθκια μου να φύουν οι άμμοι τζιαι, μεταξύ μας, εν τζιαι έχουν τζιαι άδικο. Την Αμμόχωστο είδα την πρώτη φορά μετά το 2003, μια φορά που επήαμεν τζιαι είδεν η μακαρίτισσα η γιαγιά τα τριαντάφυλλα μες την αυλή τζιαι εφώναζε του (ήδη που τα 80s) μακαρίτη παππού πού ένι να δει τα τριαντάφυλλα που της εφύτεψε τζιαι τωρά ποτίζουν τα άλλοι. Οι «άλλοι» ήταν πολλά καλά πλάσματα, κούρδοι που τα βάθη της Ανατολίας, εν εμιλούσαν ίντζαν αγγλικά, εμείς ίντζα κουρδικά ή τούρτζικα, τελικά εκάμαν μας ένα καφέ, ήπιαμεν τον με αμήχανα χαμόγελα τζιαι εφύαμεν. Ύστερα, πρόσφατα, που άνοιξεν η περίκλειστη τζιαι επήα τζιαι είδα πού επήε σχολείον ο τζύρης μου, πού επήεννε να δει την Ανόρθωση, πού εφκήκαν με την μάνα μου πρώτο ραντεβού...τζιαμαί ένιωσα βαρωσιώτης πραγματικά. Αλλά δεν ΕΙΜΑΙ βαρωσιώτης, εν με προσδιορίζει σαν άθθρωπο τζιαι νευριάζω άμμαν ξεκινούν να λαλούν για το αποχετευτικό του Βαρωσιού τζιαι πόσο μπροστά ήταν για την εποχή του κτλ. Το Βαρώσι για μένα εν απλά ένα κομμάτι μου – ένα που τα πολλά κομμάθκια μου. Όπως τζιαι το χωρκό του τζυρού μου, που εν μες την μέση της Μεσαρκάς, που γυρίζεις να δεις γυρώ τζιαι ώσπου φτάνει το μμάτι σου εν ισιοτόπι τζίτρινο, ξεραμμένο με τζιείνες τες οριζόντιες τες γραμμούες που κάμνει που την πυρά όπως δείχνει μες τα έργα στην έρημο της Νεβάδα ξερω’γώ. Τζιαι τζιαμαί όταν επήαμεν εσυμπεριφερθήκαν μας πολλά καλά, ετζιεράσαν μας την Pepsi-Cola μας στον καφενέ του χωρκού, είδαν οι δικοί μου τους φίλους τους που τωρά ήταν κουρταλλόγεροι τζιαι ύστερα επήαμεν έσσω μας -σκληρή συνειδητοποίηση-, στη Λεμεσό. Ακόμα τζιαι που τα κοτσινοχώρκα έχω ρίζες, αλλά ζήτημαν αν επήα τρεις φορές στη ζωή μου για γάμους συγγενών τον τζιαιρό που ήμουν μωρό, έτσι εν θα απαντούσα ποττέ είμαι κοτσινοχωρκάτης.

    Το πιο «φυσιολογικό» να απαντήσω, εν το είμαι Λεμεσιανός. Αλλά εν είμαι. Εγεννήθηκα Λεμεσό, μέχρι να φύω που Κύπρο εμείνισκα σε χωρκό των δυτικών προαστείων της Λεμεσού, τζιαι επήα σχολείο σχετικά μες το κέντρο της Λεμεσού, στον Άην Αντώνη. Επήα μιαν φορά διακοπές στο Καζάφανι ένα καλοτζιαίρι που ήρτα Κύπρο, τζιαι ο ιδιοκτήτης των bungalows  είσιεν φωτογραφία που το σχολείο τζιείνο κρεμμασμένη πας τον τοίχο, που τότε που ήταν αποκλειστικά τουρκοκυπριακό (γιατί τζιαι τωρά έσιει ένα μικρό αριθμό bilingual τουρκοκύπριους μαθητές). Ερώτησα τον τζιαι επιβεβαίωσε μου το∙ ίνταλως νεκατώνει ο πόλεμος έτσι τους αθθρώπους μιας χώρας; Η Κύπρος όμως εν πολλά μιτσιά για να μεν κουτουλλά το τραύμα του ‘νού πας το τραύμα του άλλου.

    Το επόμενο που θα μπορούσα να απαντήσω είναι «νιώθω Ευρωπαίος», το οποίο ειλικρινά εκφράζει με παραπάνω που ούλλα τα προηγούμενα. Ξέρω ότι πολλοί αναγνώστες θα φκάλουν σπυρούθκια με τούντη δήλωση, αλλά έτσι νιώθω. Τα χωρκά μου, οι πόλεις μου, ο τόπος μου, εν ούλλα ομόκεντροι κύκλοι τζιαι το πιό local που μπορώ να σκεφτώ εν η μεγάλη, ευρωπαϊκή οικογένεια, όσο κλισιέ τζι αν ακούεται. Έζησα τζιαι εκπαιδεύτηκα σε διάφορα επίπεδα, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, προφανώς συμπεριλαμβαννομένης τζιαι της Κύπρου. Καμμιά, μόνη της έννεν τόσο δυνατή που να πω είμαι έσσω μου (αν τζιαι είπα το για τη Γερμανία που το πρώτο εξάμηνο που ήρτα τζιαι οι άλλοι κυπραίοι εθωρούσαν με καλά καλά). Νιώθω άνετα, ανέμελα, ξέγνοιαστα, σαν να είμαι έσσω μου, στην Ευρώπη. Τούτο περικλύει ΚΑΠΟΙΑ μέρη στην Κύπρο, αλλά κάποια άλλα όι, ΚΑΠΟΙΑ μέρη στη Γερμανία, αλλά κάποια άλλα όι, ΚΑΠΟΙΑ μέρη στην Ελλάδα, αλλά κάποια άλλα όι κοκ. Στην Μεγάλη Βρεττανία εν μπορώ να πω ότι ένιωσα ποττέ -πόσο μάλλον ότι νιώθω τωρά- safe, εν ο δεύτερος τόπος που τον οποίο ένιωσα την ΑΝΑΓΚΗ να ξεφύω∙ ο πρώτος εν η Κύπρος.

    Η Κύπρος τζιαι εγώ γενικά έχουμε μιαν περίπλοκη σχέση. Θυμούμαι με 7 χρονών να μεν ξέρω τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω αλλά να λαλώ με σιουρκά ότι εν να φύω που την Κύπρο. Τζιαι τωρά που έσιει πάνω που δεκαετία που λείπω, αφιερώννω της πολλά παραπάνω χρόνο από όταν εμείνισκα τζιαμαί. Στα χρόνια που είμαι μακριά της, έψαξα τζι έμαθα την ιστορία της καλλύττερα από ότι μου την έμαθε το άθλιο της εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί επεθύμησα την. Έπαθα εμμονή με την κυπριακή μας ταυτότητα, μακριά που το καθαρά ελληνικόν αφήγημα που ξεπετάσσει σαν υποδεέστερη την δική μας τοπολαλιά, τη δική μας αρχιτεχτονική, τη δική μας τέχνη τζιαι βάλλει την ελληνική (τζιαι που την άλλην πλευρά την τούρτζικην αντίστοιχα) σε βάθρο. Επροσπάθησα να ενημερωθώ χωρίς τες προκαταλήψεις με τες οποίες εμεγάλωσα, να ακούσω τζιαι την άποψη των άλλων κοινοτήτων της χώρας μας, να καταλάβω τα λάθη τζιαι τες ευθύνες της δικής μας κοινότητας τζιαι να κοιτάξω πως μπορώ εγώ να φανταστώ το μέλλον της Κύπρου. Τζιαι το μόνο που μπορεί ο απλοϊκός μου ο εγκέφαλος να φανταστεί εν μιαν Κύπρο της Ευρώπης, χωρίς να απαρνιέται την ανατολικότηταν της, χωρίς να προσπαθήσει να καλαμαρίσει για να πείσει ότι εν δεύτερο ελληνικό κράτος, επειδή εν ένι, χωρίς να προσπαθεί να μιμείται τα τερτίπια των βορειοευρωπαίων. Γιατί μπορούμε να είμαστεν ούλλοι ευρωπαίοι τζιαι ο καθένας με την ιδιαιτερότητα του, άλλα έσιει να προσφέρει ο Δανός, άλλα ο Κυπραίος τζι άλλα ο Πορτογάλλος. Μια φάουσα ομόκεντροι κύκλοι.

    Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα «πόθθεν νιώθεις ότι είσαι» εξελίσσεται, ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΤΖΙΑΙ ΜΟΝΟ ΕΜΕΝΑ, φυσιολογικά σε «μέλος της αθθρώπινης φυλής του είδους Homo sapiens sapiens πάνω στον πλανήτη Γη, που έτυχε να γεννηθεί σε ένα κομμάτι γης που οι ντόπιοι ονομάζουν Κύπρο, τζιαι το οποίο ανήκει γεωπολιτικά στην Ευρώπη τζιαι την Ευρωπαϊκήν Ένωση».

 

- ḤAWE




Comments

Popular posts from this blog

Άλλωσπως Πλάσμαν

Η τέντα