Το καζάνι του ταξισμού

Κάποιες φορές, ο απόηχος του ναζισμού αντηχεί ανατρισιαστικά τζιαι απόκοσμα σε ξεχασμένες γωνιές της Γερμανίας. Περνάς μπροστά που ένα δάσος με το τρένο τζιαι πετάσσεται άξαφνα μπροστά σου η κούγκρενη είσοδος ενός καταφυγίου (Bunker) τζιαι μετά εξαφανίζεται όσον απότομα εμφανίστηκε τζιαι μεινίσκεις να αναρωθκιέσαι αν το εφαντάστηκες ή αν όντως το είδες. Αν μεινίσκεις σε πόλη που ήταν έστω ελάχιστα σημαντική το πρώτο μισό της δεκαετίας του '40, μια‑θκυό φορές το χρόνο πιάννεις έκτατην είδηση ότι ευρέθηκε πόμπα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που εν εξερράγη, σε μιαν άκυρη γειτονιά, τζιαι αν είσαι μες την ζώνη εκκένωσης πρέπει να φύεις που έσσω ώστι να πουν ότι αφοπλίσαν την τζιαι εν οκκέι να πάεις πίσω. Αν ξέρεις τζιαι λλίον την ιστορία τούντου τόπου, πέρα που έναν σχετικά σπάνιο επίθετο τζιαι ένα μουστακούι τραπεζιόσχημο, κάθε φορά που θωρείς μιαν προτομή του φον Χίντενμπουργκ σκέφτεσαι πόσον εύκολα τζιυλά μια χώρα που μιαν σχετικήν ισορροπία στο χάος, που το φαινομενικά λειτουργικό στο μαζεύκουμεν όποιον διαφωνεί μαζί μας ή απλά εν μας αρέσκει η φάτσα του σε κλουφκιά τζιαι αναγκάζουμεν τον να δουλέψει μέχρι θανάτου, τζιαι αν εν κανένας που αντέχει σε κακουχίες, που 'ννα τον βαρεθούμε ή σταματήσει να μας είναι χρήσιμος στέλνουμεν τον στα "ντου".

Μπορεί η δική μας χώρα λόγω Ευρωπαικής Ένωσης να μεν κρέμμεται που μιαν κλωστή για τα συγκεκριμένα θέματα, αλλά έσιει πολλά συναισθήματα που κυκλοφορούν πας τον χογλακόροτσο μας σαν τα φαντάσματα άλλων εποχών, ηπείρων, κουλτούρων τζιαι ιδιοσυγκρασιών. Συναισθήματα που, παρόλο που περιγράφουν τα βιώματα συγκεκριμένων ομάδων αθρώπων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, ηύραν τρόπο να ξαναζωντανέψουν παντού σχεδόν στον δυτικό κόσμο. Προσμετρώ τους κυπραίους που σήμμερα πρέπει να ανοίξουν το πορτοφόλι τους τζιαι να μετρήσουν αν έχουν αρκετά για να φκάλουν τον μήνα, αν έχουν για φαΐ τούντην εφτομάδα, που πρέπει να αποφασίσουν ποιόν έξοδο εν το λλιόττερο αναγκαίο που εν να πρέπει να κόψουν για να μπορούν να γοράσουν φάρμακα των γονιών τους, τους κυπραίους που γυρεύκουν μιαν αξιοπρεπή δουλειά για να μεν ζητούν που ποτζιεί τζιαι που ποδά, αλλά εν ξέρουν τα σωστά άτομα στες σωστές θέσεις, εν εκάτσαν του μάστρου τους, εν εδεχτήκαν να δουλεύκουν για μιλλοσφοντζιήσματα για έναν μάστρο που ούτε το όνομαν τους ένηξερει, τους κυπραίους που έσιει που 15 χρονών να νιώσουν ότι εν έσσω τους τζιαι τωρά εν με σύνταξη, που πρέπει να περάσουν ττέλια, δικά μας τζιαι δικά τους, για να δουν τους τέσσερις τοίχους μέσα στους οποίους εξαπολήσαν τες ψυσιές τους τζιαι τες αναμνήσεις τους πριν φύουν βουρητοί, τους κυπραίους που θέλουν να κάμουν οικογένεια αλλά δουλεύκουν 18 ώρες την ημέραν τζιαι εν έχουν ώρα ούτε να δουν τους φίλους τους πόσο μάλλον να γνωρίσουν πιθανούς συντρόφους, εν φκάλλουν αρκετά για να φύουν που το πατρικό τους, για να γοράσουν ένα τζινούρκο ρούχο να νιώσουν όμορφα, για να τζιεράσουν ένα καφέ των συναδέλφων τους που να έρτει η σειρά τους. Πόσο διαφορετικά μπορεί να ένιωθε ένας γερμανός μεταξύ θκυο παγκοσμίων πολέμων, που ακόμα εν έξερε τι έρκεται αλλά ένιωθε το καζάνι να βράζει; Το καζάνι μέσα στο οποίο γέροι αριστοκράτες που τζάκια με ονόματα πόλεων, όπως ο φον Χίντενμπουργκ, βάλλουν τη νεολαία, όποιον φανατίζεται που τες αδικίες τζιαι φκάλλει τα πας τους πιό αδικημένους, όποιον ήταν να έβαφφε τα σιέρκα του με αίμα έτσι τζι αλλιώς τζιαι έδωκεν του ο πόλεμος βάθρο να πατήσει, όποιον εφοήθηκεν να αφήκει ό,τι τζιαι όποιον ξέρει πίσω τζιαι να βάλει πλώρη για τόπους μακρινούς τζιαι άγνωστους.

Κάπως έτσι βλέπω την Κύπρο τζιαι τες άλλες δυτικές χώρες σήμερα. Χωρισμένες σε θκυό τάξεις: τζιείνην που έσιει επιρροήν τζιαι τζιείνην που πάει όπου την πάρει ο άνεμος, σαν την βαρκούα που επαρασύρτην στον ωκεανόν τζιαι τωρά πρέπει να αντιμετωπίσει κύμματα πολλά πιο μεγάλα που τζιείνα για τα οποία εκατασκευάστηκεν να αντιμετωπίζει. Οι αθθρώποι της πρώτης κατηγορίας ανησυχούν να μεν χάσουν την επιρροήν τους τζιαι όσα τους φέρνει η επιρροή τους τζιαι οι άλλοι, της δεύτερης κατηγορίας, χάννουν τον ύπνον τους για τα αυτονόητα. Σε μιαν δυτική χώρα. Σε μιαν οικονομίαν της «ανάπτυξης». Με τους «άριστους των αρίστων» στο τιμόνι αλλά την βάρκαν ακυβέρνητη.

Τζιαι όποτε έρτω βλέπω τζιαι τζιείνους τους καημένους τους μετανάστες που έχουν ακόμα πιο λλία να χάσουν που μας. Που μπαίνουν σε μιαν βαρκούα σσιλιομπαλλωμένην μόνο με την ελπίδαν που κουβαλούν μέσα τους για να εύρουν έναν τόπον νάκκον καλλύτερον που την κόλαση στην οποίαν ζουν, αλλά έρκουνται σε μιαν κοινωνία που βράζει μες τούντο καζάνι του ταξισμού τζιαι γίνουνται εύκολος στόχος. Σε τίποτε εν φταιν ούτε τζιείνοι, στο κάτω-κάτω τη χώραν ηύραν την έτσι όπως την εκάμαν όσοι εμείς εψηφίσαμε, τζιαι άμμαν τους συμπεριφέρεσαι σαννα μεν ‘εν αθθρώποι αναγκάζουνται να συμπεριφέρουνται αποκτηνωμένα τζιαι τζιείνοι.

Ένηξέρω προς τα πού πάει τούτη η βάρκα η ακυβέρνητη, αλλά σε τόπον καλόν, εποκλείεται να ένι. Την ελπίδα μου εν θέλω να την χάννω αλλά ώσπου βλέπω τα νέα του τόπου τζιαι πως αντιδρούν οι αθθρώποι του, παραπάνω θυμούμαι τον φον Χίντενμπουργκ τζιαι κάμνω συνειρμούς για πολιτικούς μικρούς τζιαι λλίους για το ανάστημα ενός κράτους, τζιαι πού μπορεί η ανικανότητα τους να οδηγήσει μιαν χώραν σχετικά λειτουργικήν, σχετικά ισορροπημένην... 

Comments

Popular posts from this blog

Σπουδή στο Ανήκειν

Άλλωσπως Πλάσμαν

Η τέντα