Posts

Νοσταλγία

Νοσταλγική, γλυκόπικρη κ̆αι μισογκρεμισμένη, άμμαν κοντέψουσιν γριστούγεννα κ̆αι απομακρυσμένη... Κάτι συννεφκιασμένες -κ̆αι θολές!- πονούν με πας το στήθος, εν κ̆’ αθθυμούμαι, σφίγγουν με κ̆ι αν καταλάβω, ξέρω... Πεθυμημένη που πολλούς, μα γελαστή σε λ͜λίους, αμίλητη που κάμποσους κ̆αι ποθητή που αγρίους... Ταξίθκια -ΠΟΣΑ;- μακρινά, που μ’έβαλες να κάμω, να δείξω την αγάπην μου, μα οι δρόμοι σου χαμένοι... Κ̆ι αντάν κ̆αι ΄ξέβεις μες το φως, μισο-σκοτεινιασμένη, φουρτούνα τρικυμμιάζουσα, οργή σαντανωμένη, το πάθος κ̆αι το λάθος σου είχ̆ες τα μετρημένα, ποιός σ’είδεν κ̆ι έν εχόγλασεν το γαίμαν κ̆αι το δειν του; Αγκάλη μηάλη, μακρινή ‘ποξωρριζώσαν σε, αλήθκεια, κρήνη γλυκ̆ερή, ερέψαν κ̆ι εφκ̆αιρώσαν σε, ο μαστραππάς που ‘χ̆υώνωσες την μοίραν μου, π͜πεμένος, όφκ̆ερος, ξηασμένος, άκλαφταος, πλωτός κ̆αι κλωτσημένος... 

Η τέντα

 Οι γονιοί μου εζήσαν μες την τένταν μιαν εφτομάν, ένα μήναν, ένα γρόνον, εμέναν η τέντα όμως εν μες την ψυσιήν μου, εκόψαν μου τα χρόνια μου τα παιδικά που τον άμμον τζι' εσύραν μου τα μες τα βορβόπηλα...

Παττιχάρης

 Τζ’ αν εμείνισκες τούρτζιε έσσω σου Τζ’ αν εκάθεσουν τρικωμίτη στ’αυκά σου Τζ’ αν άμπλεπες εθνάρχη νάκκον πιό τζει που την   τσιούππα σου Χαράματα στην Μεσαρκάν μου εν να έφκαλλα παττίχαν άνυδρην, γλυτζιάν μέλι! Μετά το μεσημέριν εν να επήεαννα για μπάνιο στο Golden Sands Τζιαι μετά για φαΐ στο Ακταίον Για περπάτημαν το απόγευμα στην Δημοκρατίας τζιαι καφέν εις το Edelweiss Σινεμά στου Χατζηχαμπή τζαι μετά στο Perroquet για χορό Τζιαι τη νύχτα να τζιοιμηθώ πας την ταράτσα του σπιθκιού στο χωρκό, δίχα στρώμα, δίχα σσιεπάσματα, δίχα όνειρα, δίχα έννοιαν εις τον κόσμον ολάκερον

Το καζάνι του ταξισμού

Κάποιες φορές, ο απόηχος του ναζισμού αντηχεί ανατρισιαστικά τζιαι απόκοσμα σε ξεχασμένες γωνιές της Γερμανίας. Περνάς μπροστά που ένα δάσος με το τρένο τζιαι πετάσσεται άξαφνα μπροστά σου η κούγκρενη είσοδος ενός καταφυγίου (Bunker) τζιαι μετά εξαφανίζεται όσον απότομα εμφανίστηκε τζιαι μεινίσκεις να αναρωθκιέσαι αν το εφαντάστηκες ή αν όντως το είδες. Αν μεινίσκεις σε πόλη που ήταν έστω ελάχιστα σημαντική το πρώτο μισό της δεκαετίας του '40, μια‑θκυό φορές το χρόνο πιάννεις έκτατην είδηση ότι ευρέθηκε πόμπα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που εν εξερράγη, σε μιαν άκυρη γειτονιά, τζιαι αν είσαι μες την ζώνη εκκένωσης πρέπει να φύεις που έσσω ώστι να πουν ότι αφοπλίσαν την τζιαι εν οκκέι να πάεις πίσω. Αν ξέρεις τζιαι λλίον την ιστορία τούντου τόπου, πέρα που έναν σχετικά σπάνιο επίθετο τζιαι ένα μουστακούι τραπεζιόσχημο, κάθε φορά που θωρείς μιαν προτομή του φον Χίντενμπουργκ σκέφτεσαι πόσον εύκολα τζιυλά μια χώρα που μιαν σχετικήν ισορροπία στο χάος, που το φαινομενικά λειτουργικ

Απόλυτος

Ένηξέρω αν ήταν πάντα έτσι, στην Κύπρο, στην Ευρώπη, στον κόσμο γενικά, αλλά εξύπνησα μιαν ημέρα τζιαι εσυνειδητοποίησα πόσο συχνά, πλέον, μιαν ΑΠΟΨΗΝ που μπορεί να έχουμεν μες τον νού μας, θεωρούμεν την απόλυτη. Την μιαν τζιαι μοναδικήν, αδιαμφισβήτητην αλήθκεια, που ισχύει καθολικά· παντού τζιαι για ούλλους. Οι άντρες εν έτσι, οι γεναίτζιες εν άλλωσπως· οι νέοι κάμνουν έτσι, οι γέροι άλλωσπως· οι ευρωπαίοι έτσι, οι ασιάτες άλλωσπως· οι δικοί μας έτσι, οι άλλοι άλλωσπως. Καμιά διάκριση, καμιά ατομικότητα, καμιά μέση γραμμή. Πάντα άσπρον ή μαύρο, ποττέ γκρίζο. Επικοινωνούσαμεν ποττέ καλλύττερα σαν αθθρώποι; Εν αθθυμούμαι... Πως μπορεί κάποιος να γενικεύκει με τόσην ευκολία, τόσον άμεσα, τόσον απόλυτα; Μιλώ πάντα για πράματα που εν απόψεις, που εν έχουν επιστημονικήν αλήθκεια. Έσιει πολλά θέματα που μπορεί ναν κοντροβέρσιαλ τζιαι να συζηθκιούνται ΣΑΝΝΑ τζιαι εν απόψεις, τα εμβόλια, η ομοιοπαθητική, αν υπάρχει «η θεραπεία του καρκίνου», αλλά τούτα εν απαντημένα ξεκάθαρα τζιαι μετρημένα

Άλλωσπως Πλάσμαν

               Καμμιά φορά μπαίνω σε τζιείνο το trance , ένηξέρω πως άλλωσπως να το περιγράψω, που εν σκέφτουμαι απολύτως τίποτε. Ακούω. Θωρώ. Παρατηρώ. Κλειδώννει το δείν μου, σαν το λαωνικό που φερμάρει, πας σε ένα σημείο τυχαίο τζιαι μες το κρανίο μου επικρατεί... ηρεμία. Τζιείνη την ώρα μπορώ να πεταχτώ σε πολλά μακρινά μέρη. Πάντα όμως τούντα μέρη εν απόμακρα τζιαι ήσυχα, χωρίς σκέψεις, χωρίς το βάρος της καθημερινότητας. Απλά υπάρχω τζιαι ταξιδεύκω με το νου μου. Αν εφκήκες ποττέ σ’ένα βουνόν έναν δειλινόν ήσυχο τζιαι απλά έκατσες πας σε ένα ρότσο τζιαι ανάπνευσες αέρα καθαρό χωρίς να μιλάς, να νεκατώνεσαι, να γυρεύκεις το κινητό σου για να φκάλεις στόρυ το view ... τζιείντο πράμα. Την τελευταία φορά που μου εσυνέβηκεν τούτον έβαλε με σε σκέψεις, έκαμεν με να συνειδητοποιήσω πόσον ξένος είμαι. Ξένος. Άλλωσπως πλάσμαν. Όι ξεχωριστό. Όι ιδιαίτερο. Όι σημαντικόν ή αξιόλογον. Άλλωσπως. Πολλά ευρωπαίος για την Κύπρο, πολλά ανατολίτης για την Ευρώπη, πολλά ευγενικός, πολλά αδέξιος κοιν

Σπουδή στο Ανήκειν

       Η απάντηση άμμαν με ρωτά ένας ξένος «πόθθεν είσαι;» τζυλά εύκολα που τον νουν τζιαι το στόμα μου: «είμαι κυπραίος». Βέβαια, οι εγγλέζοι τζιαι οι γερμανοί συνήθως έχουν follow - up question για τούντην απάντηση: «που το βόρειο/τούρκικο ή το νότιο/ελληνικό κομμάτι;». Τζιαι φκαίνει λλίο το γαίμα πας τη κκελλέ μου, αλλά μετά θυμούμαι ότι εν έχουμεν εξωτερική πολιτική σαν χώρα τζιαι ότι συζητείται περί κυπριακού εν αποκλειστικά σε πλαίσια εσσωτερικής κατανάλωσης, γενικά ο μέσος κυπραίος σκέφτεται πολλά locally , τζιαι εν φταίει ο καημένος ο ξένος που το μόνο που ξέρει για την Κύπρο εν ότι εν μοιρασμένη τζιαι ότι καφκαλατίζουν θκυό ΝΑΤΟϊκές χώρες για ένα λαλλαρόροτσον μες το νερό. Έτσι συνήθως απαντώ «η μητρική μου εν τα ελληνικά» τζιαι χαμογελώ τζιαι ότι θέλουν ας καταλάβουν.      Άμμαν με ρωτήσει κυπραίος πόθθεν είμαι, εν λίο πιό περίπλοκο. Συνήθως απαντώ «είμαι λεμεσιανός», τζιαμαί που γεννήθηκα τζιαι μεγάλωσα. Πιό σπάνια τζιαι αναλόγως το crowd , μπορεί να πω «είμαστε πρόσφυγε